στερροτάτας

στερροτάτας
στερροτάτᾱς , στερρός
firm
fem acc superl pl
στερροτάτᾱς , στερρός
firm
fem gen superl sg (doric aeolic)
στερροτάτᾱς , στερρός
firm
fem acc superl pl
στερροτάτᾱς , στερρός
firm
fem gen superl sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνοχή — Ελκτική δύναμη που παρεμποδίζει το διαχωρισμό μιας ουσίας ή ενός μείγματος σε περισσότερα μέρη. Η δύναμη αυτή, ανύπαρκτη στα αέρια, ασήμαντη, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, στα περισσότερα υγρά, συναντιέται ως φυσική ιδιότητα μόνο στα στερεά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”